καταρρέων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καταρρέων | η | καταρρέουσα | το | καταρρέον |
γενική | του | καταρρέοντος & καταρρέοντα1 |
της | καταρρέουσας & καταρρεούσης* |
του | καταρρέοντος |
αιτιατική | τον | καταρρέοντα | την | καταρρέουσα | το | καταρρέον |
κλητική | καταρρέων | καταρρέουσα | καταρρέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καταρρέοντες | οι | καταρρέουσες | τα | καταρρέοντα |
γενική | των | καταρρεόντων | των | καταρρεουσών | των | καταρρεόντων |
αιτιατική | τους | καταρρέοντες | τις | καταρρέουσες | τα | καταρρέοντα |
κλητική | καταρρέοντες | καταρρέουσες | καταρρέοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταρρέων < αρχαία ελληνική καταρρέων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καταρρέω
Μετοχή
επεξεργασίακαταρρέων, -ουσα, -ον
Μεταφράσεις
επεξεργασία