croulant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croulant | croulants |
θηλυκό | croulante | croulantes |
Επίθετο
επεξεργασίαcroulant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcroulant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croulant | croulants |
θηλυκό | croulante | croulantes |
croulant (fr)
croulant (fr) αρσενικό