Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χούφταλο τα χούφταλα
      γενική του χούφταλου των χούφταλων
    αιτιατική το χούφταλο τα χούφταλα
     κλητική χούφταλο χούφταλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. από το ουσιαστικό χούφτα
  2. ή από το ρήμα κύπτω (Χατζιδάκις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χούφταλο ουδέτερο

Αυτός ο κάποτε ρωμαλέος άντρας δεν ήταν πια παρά ένα χούφταλο.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία