χούφταλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χούφταλο | τα | χούφταλα |
γενική | του | χούφταλου | των | χούφταλων |
αιτιατική | το | χούφταλο | τα | χούφταλα |
κλητική | χούφταλο | χούφταλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχούφταλο ουδέτερο
- ο άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας και σωματικά καταβεβλημένος
- Αυτός ο κάποτε ρωμαλέος άντρας δεν ήταν πια παρά ένα χούφταλο.
Συνώνυμα
επεξεργασία- εσχατόγηρος
- υπέργηρος
- σαράβαλο: (μεταφορικά) κακή κατάσταση της υγείας λόγω μεγάλης ηλικίας
- ραμολί: (αργκό) έκπτωση των νοητικών λειτουργιών που επέρχεται με το γήρας