ετοιμόρροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετοιμόρροπος < μεσαιωνική ελληνική ετοιμόρροπος < αρχαία ελληνική ἕτοιμος + ῥέπω
Επίθετο
επεξεργασίαετοιμόρροπος, -η, -ο
- που είναι έτοιμος (έχει πολλές πιθανότητες) να καταρρεύσει, να γκρεμιστεί, να διαλυθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- ετοιμορροπία
- → δείτε τις λέξεις έτοιμος, ροπή και ρέπω