ῥέπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαῥέπω (& ῥηγνύω, αλλά δεν συμφωνούν όλοι)
- γέρνω προς τα κάτω, κατεβαίνω, πίπτω
- βλεμμάτων ῥέπει βολή (: χαμηλώνει το βλέμμα, για ντροπαλό κορίτσι)
- ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων (: ο ύπνος που κλείνει τα βλέφαρα)
- κλίνω προς τη μία πλευρά, ρέπω, τείνω, συμπαθώ, υποστηρίζω
- εὖ ῥέπει θεός (ο θεός τον ευνοεί, τον πριμοδοτεί, τείνει προς το μέρος του)
- ῥέπων πρὸς τὴν ἡδονήν - ῥέπων πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν
- είμαι αμφίρροπος, ασταθής
- ὅ τι πολλᾷ ῥέποι ( :που αλλάζει διαρκώς)
- συντελώ, καταλήγω, υπερισχύω, επικρατώ
- μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν (η γνώμη που ήταν αναγκαία επικράτησε, κατέληξε, έγειρε τελικά προς τη σωστή γνώμη η απόφαση)
- τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥέπει
- συμβαίνω
- επηρεάζω
- νομίζων τούτους πλεῖστον ῥέπειν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τῇ πόλει
- δείχνω, υποδεικνύω, πάω προς τα κάπου
- τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον
- μέσο ῥέπομαι: βρίσκομαι σε ισορροπία με το ίσος
- τῶνδ᾽ ἐξ ἴσου ῥεπομένων (των ευρισκομένων σε ισορροπία)
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα ῥοπ-
- → δείτε τη λέξη ῥοπή
θέμα ῥεπ-
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΑπαντούν οι τύπο:
- ενεργητική φωνή: ενεστώτας ῥέπω, μέλλοντας ῥέψω, αόριστος ἔρρεψα (ποιητικός τύπος: ἔρεψα)
Πηγές
επεξεργασία- ῥέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.