Δείτε επίσης: ὑπερισχύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερισχύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερισχύω < ὑπέρ (υπερ-) + αρχαία ελληνική ἰσχύω (ισχύω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈsçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐ι‐σχύ‐ω

υπερισχύω

  1. (μεταβατικό + γενική) αναδεικνύομαι σε ανώτερη θέση από κάποιον / κάτι άλλο
    ⮡  η ομάδα μας υπερίσχυσε εύκολα της αντίπαλης
     συνώνυμα: επικρατώ, υπερτερώ
  2. (αμετάβατο) αποδεικνύομαι ισχυρότερος
    ⮡  η περιέργειά του υπερίσχυσε και προχώρησε στο σκοτεινό δωμάτιο
     συνώνυμα: νικώ, υπερνικώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία