υπερισχύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερισχύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερισχύω < ὑπέρ (υπερ-) + αρχαία ελληνική ἰσχύω (ισχύω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈsçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐ι‐σχύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαυπερισχύω
- (μεταβατικό + γενική) αναδεικνύομαι σε ανώτερη θέση από κάποιον / κάτι άλλο
- (αμετάβατο) αποδεικνύομαι ισχυρότερος
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερίσχυση
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, ισχύω και ισχύς