υπερνικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερνικώ < ελληνιστική κοινή ὑπερνικάω / ὑπερνικῶ[1] [2] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + νικάω / νικέω / νικῶ
Ρήμα
επεξεργασίαυπερνικώ (παθητική φωνή: υπερνικώμαι)
- τα καταφέρνω στα δύσκολα, ξεπερνώ αντιξοότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερνικάω - υπερνικώ | υπερνικούσα | θα υπερνικάω - υπερνικώ | να υπερνικάω - υπερνικώ | υπερνικώντας | |
β' ενικ. | υπερνικάς | υπερνικούσες | θα υπερνικάς | να υπερνικάς | υπερνίκα - υπερνίκαγε | |
γ' ενικ. | υπερνικάει - υπερνικά | υπερνικούσε | θα υπερνικάει - υπερνικά | να υπερνικάει - υπερνικά | ||
α' πληθ. | υπερνικάμε - υπερνικούμε | υπερνικούσαμε | θα υπερνικάμε - υπερνικούμε | να υπερνικάμε - υπερνικούμε | ||
β' πληθ. | υπερνικάτε | υπερνικούσατε | θα υπερνικάτε | να υπερνικάτε | υπερνικάτε | |
γ' πληθ. | υπερνικάν(ε) - υπερνικούν(ε) | υπερνικούσαν(ε) | θα υπερνικάν(ε) - υπερνικούν(ε) | να υπερνικάν(ε) - υπερνικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερνίκησα | θα υπερνικήσω | να υπερνικήσω | υπερνικήσει | ||
β' ενικ. | υπερνίκησες | θα υπερνικήσεις | να υπερνικήσεις | υπερνίκα - υπερνίκησε | ||
γ' ενικ. | υπερνίκησε | θα υπερνικήσει | να υπερνικήσει | |||
α' πληθ. | υπερνικήσαμε | θα υπερνικήσουμε | να υπερνικήσουμε | |||
β' πληθ. | υπερνικήσατε | θα υπερνικήσετε | να υπερνικήσετε | υπερνικήστε | ||
γ' πληθ. | υπερνίκησαν υπερνικήσαν(ε) |
θα υπερνικήσουν(ε) | να υπερνικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερνικήσει | είχα υπερνικήσει | θα έχω υπερνικήσει | να έχω υπερνικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερνικήσει | είχες υπερνικήσει | θα έχεις υπερνικήσει | να έχεις υπερνικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερνικήσει | είχε υπερνικήσει | θα έχει υπερνικήσει | να έχει υπερνικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερνικήσει | είχαμε υπερνικήσει | θα έχουμε υπερνικήσει | να έχουμε υπερνικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερνικήσει | είχατε υπερνικήσει | θα έχετε υπερνικήσει | να έχετε υπερνικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερνικήσει | είχαν υπερνικήσει | θα έχουν υπερνικήσει | να έχουν υπερνικήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ υπερνικώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ὑπερνικάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.