Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερνικώ < ελληνιστική κοινή ὑπερνικάω / ὑπερνικῶ[1] [2] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + νικάω / νικέω / νικῶ

  Ρήμα επεξεργασία

υπερνικώ (παθητική φωνή: υπερνικώμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. υπερνικώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ὑπερνικάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.