Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερνικημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερνικημέν
ος
η
υπερνικημέν
η
το
υπερνικημέν
ο
γενική
του
υπερνικημέν
ου
της
υπερνικημέν
ης
του
υπερνικημέν
ου
αιτιατική
τον
υπερνικημέν
ο
την
υπερνικημέν
η
το
υπερνικημέν
ο
κλητική
υπερνικημέν
ε
υπερνικημέν
η
υπερνικημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερνικημέν
οι
οι
υπερνικημέν
ες
τα
υπερνικημέν
α
γενική
των
υπερνικημέν
ων
των
υπερνικημέν
ων
των
υπερνικημέν
ων
αιτιατική
τους
υπερνικημέν
ους
τις
υπερνικημέν
ες
τα
υπερνικημέν
α
κλητική
υπερνικημέν
οι
υπερνικημέν
ες
υπερνικημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υπερνικημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
υπερνικώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερνικημένος