Ετυμολογία

επεξεργασία
νικάω < νικ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική νικῶ, συνηρημένος τύπος του νικάω

νικάω/νικώ, αόρ.: νίκησα, παθ.φωνή: νικιέμαι, π.αόρ.: νικήθηκα, μτχ.π.π.: νικημένος

  1. υπερισχύω επί του αντιπάλου σε πόλεμο, εκλογές, αθλητικό αγώνα
      οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα
      το κόμμα μας θα νικήσει στις εκλογές
  2. (μεταφορικά)
      προσπαθούσε να νικήσει τις αντιξοότητες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

τα σύνθετα

 και δείτε τη λέξη νίκη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
νικάω < νίκη και jω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;