Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θριαμβεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θριαμβεύω
<
θρίαμβος
+
-εύω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
θɾi.aɱˈve.vo
/
Ρήμα
επεξεργασία
θριαμβεύω
,
πρτ
.
:
θριάμβευα
,
στ.μέλλ
.
: θα
θριαμβεύσω
,
αόρ
.
:
θριάμβευσα
πετυχαίνω
μια σημαντική νίκη, ένα
θρίαμβο
πετυχαίνω
κάτι το εξαιρετικό ως αποτέλεσμα μιας επίπονης προσπάθειας
Όταν ο Νιλς Άρμστρονγκ πάτησε στη
Σελήνη
, η ανθρωπότητα
θριάμβευσε
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θριαμβεύω
αγγλικά
:
triumph
(en)
γαλλικά
:
exceller
(fr)
,
triompher
(fr)