Σελήνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σελήνη | ||
γενική | της | Σελήνης | ||
αιτιατική | τη | Σελήνη | ||
κλητική | Σελήνη | |||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Η Σελήνη (πανσέληνος)
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Σελήνη < σελήνη < αρχαία ελληνική σελήνη < σέλας < πρωτοελληνική *σFελ- < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *swel-.
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σελήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (αστρονομία) ο φυσικός δορυφόρος της Γης
- (μυθολογία) θεότητα της ελληνικής μυθολογίας
- (ιστορία) η Κλεοπάτρα Σελήνη Β΄, πριγκίπισσα της Δυναστείας των Πτολεμαίων, μοναδική κόρη της βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ και του Ρωμαίου Μάρκου Αντώνιου
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σελήνη