Δείτε επίσης: σελήνη

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σελήνη
      γενική της Σελήνης
    αιτιατική τη Σελήνη
     κλητική Σελήνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η Σελήνη (πανσέληνος)

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Σελήνη < σελήνη < αρχαία ελληνική σελήνη < σέλας < πρωτοελληνική *σFελ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swel-.

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Σελήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (αστρονομία) ο φυσικός δορυφόρος της Γης
  2. (ελληνική μυθολογία) θεότητα της ελληνικής μυθολογίας
  3. (ιστορία) η Κλεοπάτρα Σελήνη Β΄, πριγκίπισσα της Δυναστείας των Πτολεμαίων, μοναδική κόρη της βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ και του Ρωμαίου Μάρκου Αντώνιου

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία