πανσέληνος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανσέληνος | οι | πανσέληνοι |
γενική | της | πανσέληνου & πανσελήνου |
των | πανσέληνων & πανσελήνων |
αιτιατική | την | πανσέληνο | τις | πανσέληνους & πανσελήνους |
κλητική | πανσέληνε (πανσέληνο) |
πανσέληνοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πανσέληνος < αρχαία ελληνική πανσέληνος < παν- + σελήν(η) + -ος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πανσέληνος θηλυκό
Επεξεργασία
- υπερπανσέληνος
- → δείτε τις λέξεις πας, σελήνη και Σελήνη