στρογγυλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρογγυλός < αρχαία ελληνική στρογγύλος
Επίθετο
επεξεργασίαστρογγυλός και στρόγγυλος
- που έχει σχήμα που μοιάζει με κύκλο
Συγγενικά
επεξεργασία- στρογγυλάδα
- στρογγυλεύω
- Στρογγυλή (τοπωνύμιο)
- Στρογγύλη (τοπωνύμιο, γυναικείο επώνυμο)
- Στρογγυλός (επώνυμο)
- Στρογγύλης (επώνυμο)
- στρογγυλότητα
- στρογγυλούτσικος