Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρογγυλούτσικος η στρογγυλούτσικη το στρογγυλούτσικο
      γενική του στρογγυλούτσικου της στρογγυλούτσικης του στρογγυλούτσικου
    αιτιατική τον στρογγυλούτσικο τη στρογγυλούτσικη το στρογγυλούτσικο
     κλητική στρογγυλούτσικε στρογγυλούτσικη στρογγυλούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρογγυλούτσικοι οι στρογγυλούτσικες τα στρογγυλούτσικα
      γενική των στρογγυλούτσικων των στρογγυλούτσικων των στρογγυλούτσικων
    αιτιατική τους στρογγυλούτσικους τις στρογγυλούτσικες τα στρογγυλούτσικα
     κλητική στρογγυλούτσικοι στρογγυλούτσικες στρογγυλούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρογγυλούτσικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στρογγυλούτσικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία