στρογγυλούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρογγυλούτσικος < στρογγυλός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Επίθετο
επεξεργασίαστρογγυλούτσικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρογγυλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρογγυλούτσικος
|