-ούτσικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ούτσικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ούτσικος < -ούτσ(ης) + -ικος < υποκοριστικό επίθημα -uccio από την ιταλική [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈu.t͡si.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ού‐τσι‐κος
Επίθημα επεξεργασία
-ούτσικος, -η / -ια, -ο
υποκοριστικό επίθημα που δημιουργεί επίθετα που παράγονται
- από επίθετα
- από επιθετικές αντωνυμίες
Παράγωγα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-ούτσικος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -ούτσικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)