πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ούτσικος η -ούτσικη
& -ούτσικια
το -ούτσικο
      γενική του -ούτσικου της -ούτσικης
& -ούτσικιας
του -ούτσικου
    αιτιατική τον -ούτσικο τη(ν) -ούτσικη
& -ούτσικια
το -ούτσικο
     κλητική -ούτσικε -ούτσικη
& -ούτσικια
-ούτσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ούτσικοι οι -ούτσικες τα -ούτσικα
      γενική των -ούτσικων των -ούτσικων των -ούτσικων
    αιτιατική τους -ούτσικους τις -ούτσικες τα -ούτσικα
     κλητική -ούτσικοι -ούτσικες -ούτσικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
-ούτσικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ούτσικος < -ούτσ(ης) + -ικος < υποκοριστικό επίθημα -uccio από την ιταλική [1]

Αναφορές

επεξεργασία
  • -ούτσικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)