ολοστρόγγυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολοστρόγγυλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὁλοστρόγγυλος. Μορφολογικά, ολο- + στρογγύλος, στρογγυλός.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.loˈstɾoŋ.ɟi.los/
- ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
ολοστρόγγυλος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) απόλυτα στρογγυλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοστρόγγυλος