στρογγύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρογγύλος < θέμα στραγγ- (μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strengʰ-) + -ύλος [1] → δείτε < *sterh₃- < *ster- (απλώνω [2])
Επίθετο
επεξεργασίαστρογγύλος, -η, -ον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «στρογγυλός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ strengʰ- στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- στρογγύλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρογγύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.