γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
γογγῠλο-
ονομαστική γογγύλος γογγύλη τὸ γογγύλον
      γενική τοῦ γογγύλου τῆς γογγύλης τοῦ γογγύλου
      δοτική τῷ γογγύλ τῇ γογγύλ τῷ γογγύλ
    αιτιατική τὸν γογγύλον τὴν γογγύλην τὸ γογγύλον
     κλητική ! γογγύλε γογγύλη γογγύλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γογγύλοι αἱ γογγύλαι τὰ γογγύλ
      γενική τῶν γογγύλων τῶν γογγύλων τῶν γογγύλων
      δοτική τοῖς γογγύλοις ταῖς γογγύλαις τοῖς γογγύλοις
    αιτιατική τοὺς γογγύλους τὰς γογγύλᾱς τὰ γογγύλ
     κλητική ! γογγύλοι γογγύλαι γογγύλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γογγύλω τὼ γογγύλ τὼ γογγύλω
      γεν-δοτ τοῖν γογγύλοιν τοῖν γογγύλαιν τοῖν γογγύλοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γογγύλος < θέμα γογγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lump (σβώλος) + -ύλος[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γογγύλος, -η, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γογγύλι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.