γογγύλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γογγύλι | τα | γογγύλια |
γενική | του | γογγυλιού | των | γογγυλιών |
αιτιατική | το | γογγύλι | τα | γογγύλια |
κλητική | γογγύλι | γογγύλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γογγύλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γογγύλιν / γογγύλιον, υποκοριστικό < αρχαία ελληνική γογγύλη < γόγγυλος < γογγύλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lump (σβώλος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣoŋˈɟi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γογ‐γύ‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγογγύλι ουδέτερο
- (φυτό) ποώδες φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών, συγγενές του λάχανου
- άλλες ονομασίες: ρέβα, ράπα, ραφανοκράμβη
- ονομασία που έχει κάθε φαγώσιμος, λευκός ή κίτρινος, βολβός λαχανικού καθώς και το λαχανικό που έχει τέτοιο βολβό
- ⮡ τα γογγύλια έχουν μεγάλη θρεπτική αξία
- ≈ συνώνυμα: ρίζα, γογγυλίδα, καυλοράπα, λαχανόγουλο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γογγύλη (θηλυκό)