βολβός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βολβός | οι | βολβοί |
γενική | του | βολβού | των | βολβών |
αιτιατική | τον | βολβό | τους | βολβούς |
κλητική | βολβέ | βολβοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολβός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βολβός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /volˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βολ‐βός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολβός αρσενικό
- (βοτανική) ο υπόγειος βλαστός μερικών φυτών που εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία, καλύπτεται από χιτώνες σε πολλές στρώσεις ή φολίδες, έχει σφαιρικό σχήμα και καταλήγει σε μια οξεία προεξοχή (οφθαλμό), από την οποία αναπτύσσεται ο υπέργειος βλαστός
- (κατ’ επέκταση) το φυτό που έχει τέτοιο υπόγειο βλαστό
- (ανατομία) σφαιρικό όργανο του σώματος
- ↪ ο βολβός του ματιού
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βολβός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολβός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βολβός | οἱ | βολβοί |
γενική | τοῦ | βολβοῦ | τῶν | βολβῶν |
δοτική | τῷ | βολβῷ | τοῖς | βολβοῖς |
αιτιατική | τὸν | βολβόν | τοὺς | βολβούς |
κλητική ὦ! | βολβέ | βολβοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βολβώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βολβοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολβός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολβός
Συγγενικά επεξεργασία
- βολβίσκος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- βολβός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βολβός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.