πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βολβός οι βολβοί
      γενική του βολβού των βολβών
    αιτιατική τον βολβό τους βολβούς
     κλητική βολβέ βολβοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βολβός τουλίπας

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βολβός αρσενικό

  1. (βοτανική) ο υπόγειος βλαστός μερικών φυτών που εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία, καλύπτεται από χιτώνες σε πολλές στρώσεις ή φολίδες, έχει σφαιρικό σχήμα και καταλήγει σε μια οξεία προεξοχή (οφθαλμό), από την οποία αναπτύσσεται ο υπέργειος βλαστός
  2. (κατ’ επέκταση) το φυτό που έχει τέτοιο υπόγειο βλαστό
  3. (ανατομία) σφαιρικό όργανο του σώματος
      ο βολβός του ματιού

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βολβός οἱ βολβοί
      γενική τοῦ βολβοῦ τῶν βολβῶν
      δοτική τῷ βολβ τοῖς βολβοῖς
    αιτιατική τὸν βολβόν τοὺς βολβούς
     κλητική ! βολβέ βολβοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βολβώ
γεν-δοτ τοῖν  βολβοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βολβός

Συγγενικά

επεξεργασία