υπόγειος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπόγειος < ελληνιστική κοινή ὑπόγειος < αρχαία ελληνική ὑπόγαιος < ὑπό + γαῖα / γῆ, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική underground[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpɔ.ʝi.ɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υπόγειος, -α, -ο
Επεξεργασία
- υπόγεια (επίρρημα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπόγειος αρσενικό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ημιυπόγειο
- ημιυπόγειος
- υπέργειος
- υπόγα
- υπόγεια (επίρρημα)
- υπογειάκι (υποκοριστικό)
- υπόγειο
- υπογειοποίηση
- υπογειώνω
- υπογείως (επίρρημα)
- και → δείτε τις λέξεις υπό και γη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπόγειος σιδηρόδρομος
|
Επεξεργασία
- ↑ «υπόγειος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.