↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπογειοποίηση οι υπογειοποιήσεις
      γενική της υπογειοποίησης* των υπογειοποιήσεων
    αιτιατική την υπογειοποίηση τις υπογειοποιήσεις
     κλητική υπογειοποίηση υπογειοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπογειοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπογειοποίηση (νεολογισμός) < υπογειοποιώ + -ση ή υπόγειο + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπογειοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία