υπογείωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπογείωση | οι | υπογειώσεις |
γενική | της | υπογείωσης* | των | υπογειώσεων |
αιτιατική | την | υπογείωση | τις | υπογειώσεις |
κλητική | υπογείωση | υπογειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπογειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπογείωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπογειώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπογείωση
|