υπογειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυπογειώνω (παθητική φωνή: υπογειώνομαι)
- (κυριολεκτικά) κάνω κάτι υπόγειο, να βρίσκεται ή να περνά κάτω από το έδαφος
- Τουλάχιστον, ανακατασκευάζοντας τα πεζοδρόμια να υπογειώσουν τις απολήξεις υδρορροών.(*)
- (μεταφορικά) κρύβω κάτι, δεν το εκθέτω ξεκάθαρα και απαιτείται προσπάθεια για να ανακαλυφθεί ή να γίνει κατανοητό
- Η ισορροπία αυτή του συνθέματος στηρίζεται στην υπογειωμένη αξιοποίηση του αριθμού επτά ως οργανωτικού άξονα, στις ηχητικές ανταποκρίσεις και τα σταθερά σχήματα επαλληλίας, στην άκρως εκλεπτυσμένη εσωτερική αρμονία των στίχων και των στροφών και, κυρίως, στο σχήμα του κύκλου και της καρκινικού τύπου αριθμητικής δόμησης. (Ευριπίδης Γαραντούδης, Το ερωτικό μπεστ-σέλερ της ελληνικής μοντέρνας ποίησης: το Μονόγραμμα του Ελύτη και η πρόσληψή του)
Συγγενικά
επεξεργασία- υπογειωμένος
- υπογείωση
- → δείτε τις λέξεις υπόγειος, υπό και γη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπογειώνω | υπογείωνα | θα υπογειώνω | να υπογειώνω | υπογειώνοντας | |
β' ενικ. | υπογειώνεις | υπογείωνες | θα υπογειώνεις | να υπογειώνεις | υπογείωνε | |
γ' ενικ. | υπογειώνει | υπογείωνε | θα υπογειώνει | να υπογειώνει | ||
α' πληθ. | υπογειώνουμε | υπογειώναμε | θα υπογειώνουμε | να υπογειώνουμε | ||
β' πληθ. | υπογειώνετε | υπογειώνατε | θα υπογειώνετε | να υπογειώνετε | υπογειώνετε | |
γ' πληθ. | υπογειώνουν(ε) | υπογείωναν υπογειώναν(ε) |
θα υπογειώνουν(ε) | να υπογειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπογείωσα | θα υπογειώσω | να υπογειώσω | υπογειώσει | ||
β' ενικ. | υπογείωσες | θα υπογειώσεις | να υπογειώσεις | υπογείωσε | ||
γ' ενικ. | υπογείωσε | θα υπογειώσει | να υπογειώσει | |||
α' πληθ. | υπογειώσαμε | θα υπογειώσουμε | να υπογειώσουμε | |||
β' πληθ. | υπογειώσατε | θα υπογειώσετε | να υπογειώσετε | υπογειώστε | ||
γ' πληθ. | υπογείωσαν υπογειώσαν(ε) |
θα υπογειώσουν(ε) | να υπογειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπογειώσει | είχα υπογειώσει | θα έχω υπογειώσει | να έχω υπογειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπογειώσει | είχες υπογειώσει | θα έχεις υπογειώσει | να έχεις υπογειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπογειώσει | είχε υπογειώσει | θα έχει υπογειώσει | να έχει υπογειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπογειώσει | είχαμε υπογειώσει | θα έχουμε υπογειώσει | να έχουμε υπογειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπογειώσει | είχατε υπογειώσει | θα έχετε υπογειώσει | να έχετε υπογειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπογειώσει | είχαν υπογειώσει | θα έχουν υπογειώσει | να έχουν υπογειώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπογειώνω