underground
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | underground |
συγκριτικός | more underground |
υπερθετικός | most underground |
underground (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- (χωρίς παραθετικά) υπόγειος, υπεδάφιος, κάτω από την επιφάνεια του εδάφους
- ⮡ an underground explosion/passage - υπόγεια έκρηξη/διάβαση
- ⮡ underground cables - υπόγεια καλώδια
- κρυφός, μυστικός, που συμβαίνει κρυφά και συχνά παράνομα, ειδικά εναντίον μιας κυβέρνησης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαunderground (en)
- (μέσο μεταφορών, βρετανική σημασία, μόνο ενικός, και the Underground) το μετρό, ο υπόγειος
- ⮡ I am traveling by underground.
- Ταξιδεύω με τον υπόγειο.
- ≈ συνώνυμα: metro, subway (αμερικανικά αγγλικά)
- ⮡ I am traveling by underground.
- (μόνο ενικός, the underground) το κίνημα αντιστάσεως, μια μυστική πολιτική οργάνωση, συνήθως πολεμά την κυβέρνηση μιας χώρας
- ⮡ He is a member of the French underground.
- Είναι μέλος του γαλλικού κινήματος αντιστάσεως.
- ≈ συνώνυμα: resistance
- ⮡ He is a member of the French underground.
Ρήμα
επεξεργασίαunderground (en)
Πηγές
επεξεργασία- underground (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- underground (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- underground (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 579, 916. ISBN 9780194325684., λήμμα: μυστικός, υπόγειος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- underground < αγγλική
Επίθετο
επεξεργασίαunderground (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (για καλλιτεχνικά κινήματα) που δεν ανήκει στα συνηθισμένα κυκλώματα παρουσίασης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
underground | undergrounds |
underground (fr) αρσενικό
- (για καλλιτεχνικά κινήματα) δείτε παραπάνω