Ετυμολογία

επεξεργασία
underground < under- + ground

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός underground
συγκριτικός more underground
υπερθετικός most underground

underground (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. (χωρίς παραθετικά) υπόγειος, υπεδάφιος, κάτω από την επιφάνεια του εδάφους
    an underground explosion/passage - υπόγεια έκρηξη/διάβαση
    underground cables - υπόγεια καλώδια
  2. κρυφός, μυστικός, που συμβαίνει κρυφά και συχνά παράνομα, ειδικά εναντίον μιας κυβέρνησης
    underground literature - κρυφή φιλολογία
    an underground organization - μυστική οργάνωση
    an underground movement - παράνομο κίνημα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hidden

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

underground (en)

  1. (μέσο μεταφορών, βρετανική σημασία, μόνο ενικός, και the Underground) το μετρό, ο υπόγειος
    I am traveling by underground.
    Ταξιδεύω με τον υπόγειο.
     συνώνυμα: metro, subway (αμερικανικά αγγλικά)
  2. (μόνο ενικός, the underground) το κίνημα αντιστάσεως, μια μυστική πολιτική οργάνωση, συνήθως πολεμά την κυβέρνηση μιας χώρας
    He is a member of the French underground.
    Είναι μέλος του γαλλικού κινήματος αντιστάσεως.
     συνώνυμα: resistance

underground (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
underground < αγγλική

  Επίθετο

επεξεργασία

underground (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (για καλλιτεχνικά κινήματα) που δεν ανήκει στα συνηθισμένα κυκλώματα παρουσίασης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
underground undergrounds

underground (fr) αρσενικό

  1. (για καλλιτεχνικά κινήματα) δείτε παραπάνω