resistance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
resistance | resistances |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαresistance (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η αντίθεση σε ένα σχέδιο, μια ιδέα κτλ.
- ⮡ The bill was met with strong resistance.
- Το νομοσχέδιο συνάντησε μεγάλη αντίσταση.
- ⮡ He accepted all of my terms without any resistance.
- Δέχτηκε όλους τους όρους μου χωρίς καμιά αντίσταση.
- ⮡ The bill was met with strong resistance.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η χρήση δύναμης για να εναντιωθεί σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ active/passive resistance - ενεργητική/παθητική αντίσταση
- ⮡ the resistance movement - το κίνημα αντίστασης
- ⮡ resistance to authority - αντίσταση κατά της αρχής
- ⮡ pockets of resistance - νησίδες/θύλακες αντίστασης
- ⮡ They put up no resistance to the enemies advance.
- Δεν πρόβαλαν αντίσταση στην προέλαση του εχθρού.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η αντοχή, η ικανότητα να μην επηρεάζεσαι από κάτι
- ⮡ A weakened person didn’t have a strong resistance to microbes.
- Ένας εξασθενημένος άνθρωπος δεν έχει ισχυρές αντιστάσεις στα μικρόβια.
- ⮡ frost/moisture resistance - αντοχή στον παγετό/στην υγρασία
- ⮡ A weakened person didn’t have a strong resistance to microbes.
- (φυσική, μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η δύναμη που ενεργεί αντίθετα προς την κίνηση ενός σώματος
- ⮡ the wind/air resistance - η αντίσταση του αέρα
- ⮡ resistance to bending/torsion - αντίσταση στην κάμψη/στη στρέψη
- (φυσική, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ηλεκτρική αντίσταση, η ιδιότητα που έχει ένα υλικό να εμποδίζει τη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος
- ⮡ electrical resistance - ηλεκτρική αντίσταση
- ⮡ A unit of resistance is the ohm.
- Μονάδα αντιστάσεως είναι το ωμ.
- (συχνά the Resistance) η Αντίσταση, μια μυστική οργάνωση που αντιστέκεται στις αρχές, ειδικά σε μια χώρα που έχει τον έλεγχο ενός εχθρού
- ⮡ the National Resistance - η Εθνική Αντίσταση
- ⮡ the French Resistance - η Γαλλική Αντίσταση
- ⮡ the heroes of the Resistance - οι ήρωες της Αντίστασης
- ⮡ He took part in the Resistance.
- Έλαβε μέρος στην Αντίσταση.
- → και δείτε τη λέξη the underground
Πηγές
επεξεργασία- resistance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 81, 82. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίσταση, αντοχή