μετρό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετρό < (άμεσο δάνειο) γαλλική métro < métropolitain < métropole, μεγάλη πόλη < μητρόπολη (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈtɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρό
- ομόηχο: μετρώ
- τονικό παρώνυμο: μέτρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετρό ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, υπόγειος ή ημιυπόγειος, που εξυπηρετεί μια μεγάλη πόλη