metroo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metroo | metrooj |
αιτιατική | metroon | metroojn |
metroo (eo)
- το μετρό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metroo | metrooj |
αιτιατική | metroon | metroojn |
metroo (eo)