tube
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tube | tubes |
tube (en)
- o σωλήνας
- (ηλεκτρονική) (ΗΠΑ) η λυχνία κενού
- → δείτε τον όρο vacuum tube
- ≈ συνώνυμα: (ΗΒ) valve
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tube | tubes |
tube (fr) αρσενικό