Δείτε επίσης: Tube
      ενικός         πληθυντικός  
tube tubes

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tube (en)

  1. (μετρήσιμο) o σωλήνας
      metal/ceramic/rubber/plastic tube - μεταλλικός/κεραμικός/λαστιχένιος/πλαστικός σωλήνας
      breathing tube - αναπνευστικός σωλήνας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη pipe
  2. (ηλεκτρονική) (ΗΠΑ) η λυχνία κενού
     δείτε τον όρο vacuum tube
     συνώνυμα: (ΗΒ) valve
  3. (ΗΒ) (μέσο μεταφορών) το μετρό του Λονδίνου

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tube tubes

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tube (fr) αρσενικό

  1. o σωλήνας
  2. το σωληνάριο

Παράγωγα

επεξεργασία