valve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvalve (en)
- η βαλβίδα
- η βάνα
- (ηλεκτρονική) (ΗΒ) η λυχνία κενού
- ≈ συνώνυμα: (ΗΠΑ) tube
- → δείτε τον όρο vacuum tube
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
valve | valves |
valve (fr) θηλυκό