valve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
valve | valves |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvalve (en)
- η βαλβίδα, η βάνα, η δικλίδα
- ⮡ a suction/drain valve - βαλβίδα αναρρόφησης/διαρροής
- ⮡ The motorcycle engine has two valves in each cylinder.
- Ο κινητήρας της μοτοσικλέτας έχει δύο βαλβίδες στον κάθε κύλινδρο.
- ⮡ Tighten/open the valve a little.
- Σφίξε/άνοιξε λίγο τη βάνα.
- ⮡ It’s impossible for this safety valve to rust.
- Είναι αδύνατο να σκουριάσει αυτή η ασφαλιστική δικλίδα.
- (ανατομία) η βαλβίδα
- ⮡ a heart/venous valve - καρδιακή/φλεβική βαλβίδα
- ⮡ implanting an artificial heart valve - τοποθέτηση τεχνητής καρδιακής βαλβίδας
- (ηλεκτρονική) (ΗΒ) η λυχνία κενού
- ≈ συνώνυμα: (ΗΠΑ) tube
- → δείτε τον όρο vacuum tube
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
valve | valves |
valve (fr) θηλυκό