ενικός         πληθυντικός  
valve valves

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

valve (en)

  1. η βαλβίδα, η βάνα, η δικλίδα
    ⮡  a suction/drain valve - βαλβίδα αναρρόφησης/διαρροής
    ⮡  The motorcycle engine has two valves in each cylinder.
    Ο κινητήρας της μοτοσικλέτας έχει δύο βαλβίδες στον κάθε κύλινδρο.
    ⮡  Tighten/open the valve a little.
    Σφίξε/άνοιξε λίγο τη βάνα.
    ⮡  It’s impossible for this safety valve to rust.
    Είναι αδύνατο να σκουριάσει αυτή η ασφαλιστική δικλίδα.
  2. (ανατομία) η βαλβίδα
    ⮡  a heart/venous valve - καρδιακή/φλεβική βαλβίδα
    ⮡  implanting an artificial heart valve - τοποθέτηση τεχνητής καρδιακής βαλβίδας
  3. (ηλεκτρονική) (ΗΒ) η λυχνία κενού
     συνώνυμα: (ΗΠΑ) tube
    → δείτε τον όρο vacuum tube



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
valve valves

valve (fr) θηλυκό