Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλβίδα οι βαλβίδες
      γενική της βαλβίδας των βαλβίδων
    αιτιατική τη βαλβίδα τις βαλβίδες
     κλητική βαλβίδα βαλβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλβίδα [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /valˈvi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐βί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλβίδα θηλυκό

  1. αυτό που ελέγχει την κατεύθυνση της ροής ενός ρευστού εντός ενός αγωγού. Διακρίνεται σε μηχανική και βιολογική:
    (μηχανική) Οι βαλβίδες στη μηχανή του αυτοκινήτου ελέγχουν πότε θα μπει η βενζίνη και πότε θα φύγουν τα καυσαέρια σε κάθε κύλινδρο.
    (ανατομία) βαλβίδες της καρδιάς δείτεμιτροειδής βαλβίδαδιγλώχια ή διγλῶχιν), τριγλώχια, αορτική, πνευμονική[3]
  2. (αθλητισμός) το ειδικό μέρος του σταδίου από το οποίο αθλητής εκτελεί ρίψεις ή το σημείο αποτυπώματος άλματος
    βαλβίδα για τη σφαιροβολία, σφυροβολία και τη δισκοβολία
    πάτησε πολύ την πλαστελίνη της βαλβίδας και το άλμα του ήταν άκυρο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βαλβίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. καρδιά στη Βικιπαίδεια



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βαλβίδα θηλυκό