αορτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αορτικός | η | αορτική | το | αορτικό |
γενική | του | αορτικού | της | αορτικής | του | αορτικού |
αιτιατική | τον | αορτικό | την | αορτική | το | αορτικό |
κλητική | αορτικέ | αορτική | αορτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αορτικοί | οι | αορτικές | τα | αορτικά |
γενική | των | αορτικών | των | αορτικών | των | αορτικών |
αιτιατική | τους | αορτικούς | τις | αορτικές | τα | αορτικά |
κλητική | αορτικοί | αορτικές | αορτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αορτικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική aortique[1] < aorte < αρχαία ελληνική ἀορτή (αντιδάνειο) < ἀείρω < πρωτοελληνική *aweřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wer- + *-yéti
Επίθετο
επεξεργασίααορτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ αορτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας