Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɔʁ.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aortique aortiques

aortique (fr) αρσενικό ή θηλυκό