βαλβίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βαλβίς | αἱ | βαλβῖδες |
γενική | τῆς | βαλβῖδος | τῶν | βαλβίδων |
δοτική | τῇ | βαλβῖδῐ | ταῖς | βαλβῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | βαλβῖδᾰ | τὰς | βαλβῖδᾰς |
κλητική ὦ! | βαλβίς* | βαλβῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαλβῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαλβίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαλβίς < άγνωστης ετυμολογίας [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαλβίς, -ῖδος θηλυκό
- (αθλητισμός) το σκοινί μπροστά από τους δρομείς σε αγώνα δρόμου
- (μεταφορικά) οποιοδήποτε σημείο εκκίνησης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βαλβίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαλβίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.