βαλβίς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαλβίς < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βαλβίς, -ῖδος θηλυκό
- (αθλητισμός) το σκοινί μπροστά από τους δρομείς σε αγώνα δρόμου
- (μεταφορικά) οποιοδήποτε σημείο εκκίνησης
Επεξεργασία
- βαλβίς στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «βαλβίς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.