Δείτε επίσης: ἀγωγός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγωγός οι αγωγοί
      γενική του αγωγού των αγωγών
    αιτιατική τον αγωγό τους αγωγούς
     κλητική αγωγέ αγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγωγός αρσενικό

  1. ο σωλήνας για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
      Ο αγωγός φυσικού αερίου εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
  2. το υλικό που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων μέσα του
      Ο χαλκός είναι ένας πρώτης τάξης αγωγός.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία