Δείτε επίσης: ἀγωγός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγωγός οι αγωγοί
      γενική του αγωγού των αγωγών
    αιτιατική τον αγωγό τους αγωγούς
     κλητική αγωγέ αγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωγός < ἄγω [1]
σημασία στη φυσική: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conducteur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣoˈɣos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγωγός αρσενικό

  1. ο σωλήνας για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
    ⮡  Ο αγωγός φυσικού αερίου εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
  2. το υλικό που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων μέσα του
    ⮡  Ο χαλκός είναι ένας πρώτης τάξης αγωγός.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία