απαγωγός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαγωγός < αρχαία ελληνική ἀπαγωγός < ἀπάγω < ἀπό + ἄγω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
απαγωγός -ός -ό
- που απάγει, απομακρύνει κάτι
- διάταξη για την απομάκρυνση επικίνδυνων ή μη αερίων ή καπνού από μια θέση εργασίας, κν. απορροφητήρας
- (ανατομία) κάθε μυς που κινεί ένα μέλος μακριά του σώματος