Δείτε επίσης: ἀπαγωγός

Ετυμολογία

επεξεργασία
απαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαγωγός (που απομακρύνει) < ἀπάγω < ἀπό + ἄγω. Αναλύεται σε απ- + -αγωγός
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η απαγωγός το απαγωγό
      γενική του/της απαγωγού του απαγωγού
    αιτιατική τον/την απαγωγό το απαγωγό
     κλητική απαγωγέ απαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγωγοί τα απαγωγά
      γενική των απαγωγών των απαγωγών
    αιτιατική τους/τις απαγωγούς τα απαγωγά
     κλητική απαγωγοί απαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

απαγωγός -ός -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απαγωγός οι απαγωγοί
      γενική του απαγωγού των απαγωγών
    αιτιατική τον απαγωγό τους απαγωγούς
     κλητική απαγωγέ απαγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

απαγωγός αρσενικό

  • (χημεία, συσκευή) διάταξη για την απομάκρυνση αερίων ή καπνού από ένα εργαστήριο
      Ο απαγωγός εργαστηρίου προστατεύει τον χώρο και τον χειριστή κατά τη διάρκεια χημικών εφαρμογών που γίνονται στην ειδική επιφάνεια εργασίας με ειδικό τζάμι ασφαλείας
     δείτε το μηχάνημα απορροφητήρας
Απαγωγός εργαστηρίου.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • fume hood στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 δείτε και τη λέξη άγω