προσαγωγός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσαγωγός < αρχαία ελληνική προσαγωγός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσαγωγός
- ο μέγας προσαγωγός μυς του μηρού
ΕπίθετοΕπεξεργασία
προσαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- που έλκει από την περιφέρεια προς το κέντρο
- προσαγωγός αγγείωση (π.χ. στο ήπαρ)
- προσαγωγός μυς του αντίχειρα, βραχύς προσαγωγός του μηρού κ.α.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ο μέγας προσαγωγός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσαγωγός < προσάγω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
προσαγωγός,ός,όν
- που έλκει, τραβάει, ελκυστικός, πειστικός