ἀγωγός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀγωγός | ἀγωγός | ἀγωγόν | ἀγωγοί | ἀγωγοί | ἀγωγά |
Γενική | ἀγωγοῦ | ἀγωγοῦ | ἀγωγοῦ | ἀγωγῶν | ἀγωγῶν | ἀγωγῶν |
Δοτική | ἀγωγῷ | ἀγωγῷ | ἀγωγῷ | ἀγωγοῖς | ἀγωγοῖς | ἀγωγοῖς |
Αιτιατική | ἀγωγόν | ἀγωγόν | ἀγωγόν | ἀγωγούς | ἀγωγούς | ἀγωγά |
Κλητική | ἀγωγέ | ἀγωγέ | ἀγωγόν | ἀγωγοί | ἀγωγοί | ἀγωγά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀγωγώ | ἀγωγώ | ||||
Γενική-Δοτική | ἀγωγοῖν | ἀγωγοῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀγωγός < ἄγω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἀγωγός, -ός, -όν
- που άγει, που οδηγεί
- που προσελκύει
- (ουσιαστικοποιημένο) ἀγωγός: οδηγός
- (ουσιαστικοποιημένο) ἀγωγοί: φύλακες