ἀγωγός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγωγός | τὸ | ἀγωγόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀγωγοῦ | τοῦ | ἀγωγοῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀγωγῷ | τῷ | ἀγωγῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγωγόν | τὸ | ἀγωγόν | ||
κλητική ὦ! | ἀγωγέ | ἀγωγόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγωγοί | τὰ | ἀγωγᾰ́ | ||
γενική | τῶν | ἀγωγῶν | τῶν | ἀγωγῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγωγοῖς | τοῖς | ἀγωγοῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγωγούς | τὰ | ἀγωγᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | ἀγωγοί | ἀγωγᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγωγώ | τὼ | ἀγωγώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγωγοῖν | τοῖν | ἀγωγοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγωγός < (ἄγω) θέμα ἀγ- με αναδιπλασιασμό ἀγ-ωγ + -ός
Επίθετο
επεξεργασίαἀγωγός, -ός, -όν
- που άγει, που οδηγεί
- που προσελκύει
- (ουσιαστικοποιημένο) ἀγωγός: οδηγός
- (ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό) ἀγωγοί: οι φύλακες
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἄγω
Πηγές
επεξεργασία- ἀγωγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.