γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγωγός τὸ ἀγωγόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀγωγοῦ τοῦ ἀγωγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀγωγ τῷ ἀγωγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγωγόν τὸ ἀγωγόν
     κλητική ! ἀγωγέ ἀγωγόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγωγοί τὰ ἀγωγᾰ́
      γενική τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγωγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγωγοῖς τοῖς ἀγωγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγωγούς τὰ ἀγωγᾰ́
     κλητική ! ἀγωγοί ἀγωγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγωγώ τὼ ἀγωγώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγωγοῖν τοῖν ἀγωγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγωγός < (ἄγω) θέμα ἀγ- με αναδιπλασιασμό ἀγ-ωγ + -ός