οδηγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οδηγός | οι | οδηγοί |
γενική | του | οδηγού | των | οδηγών |
αιτιατική | τον | οδηγό | τους | οδηγούς |
κλητική | οδηγέ | οδηγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οδηγός < αρχαία ελληνική ὁδηγός < ὁδός + ἄγω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοδηγός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός/αυτή που προπορεύεται σε μια πορεία δείχνοντας στους άλλους το δρόμο
- (μεταφορικά) αυτός ή αυτό που καθοδηγεί σε μια πορεία
- οδηγός μας είναι το συμφέρον του έθνους
- (μεταφορικά) αυτός ή αυτό που καθοδηγεί σε μια πορεία
- (επάγγελμα) αυτός/αυτή που οδηγεί ένα όχημα
- ασυνείδητος οδηγός, αφού παρέσυρε και τραυμάτισε πεζό, εγκατέλειψε αβοήθητο το θύμα
- μέλος του κινήματος του οδηγισμού
- κείμενο, βιβλίο, εγχειρίδιο κλπ που περιέχει αναλυτικές πληροφορίες, συμβουλές, υποδείξεις, οδηγίες σχετικά με ένα θέμα
- χρυσός οδηγός, ταξιδιωτικός οδηγός, οδηγός σύνταξης ιστοσελίδων
- εξάρτημα ή τμήμα μηχανισμού που κατευθύνει την κίνηση των κινούμενων μερών του
- ο οδηγός του φερμουάρ, ο οδηγός του συρταριού
- (υλικό υπολογιστή) drive: συσκευή που αναλαμβάνει την εγγραφή και ανάγνωση από αφαιρούμενο αποθηκευτικό μέσο
- οδηγός δισκέτας, οδηγός οπτικού δίσκου
- (υλικό υπολογιστή) drive: συσκευή που αναλαμβάνει την εγγραφή και ανάγνωση από ενσωματωμένο και μη αφαιρούμενο αποθηκευτικό μέσο
- (πληροφορική) driver: βλ. συνώνυμο πρόγραμμα οδήγησης