Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδηγισμός οι οδηγισμοί
      γενική του οδηγισμού των οδηγισμών
    αιτιατική τον οδηγισμό τους οδηγισμούς
     κλητική οδηγισμέ οδηγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδηγισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδηγισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία