οδηγισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδηγισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδηγισμός αρσενικό
- κίνημα ανάλογο με τον προσκοπισμό που στα αρχικά του στάδια απευθυνόταν κυρίως στα κορίτσια
Μεταφράσεις
επεξεργασία οδηγισμός
|