• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μηχανοδηγός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανοδηγός οι μηχανοδηγοί
      γενική του μηχανοδηγού των μηχανοδηγών
    αιτιατική τον μηχανοδηγό τους μηχανοδηγούς
     κλητική μηχανοδηγέ μηχανοδηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μηχανοδηγός < (μηχανή) μηχαν- + οδηγός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μηχανοδηγός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) τρενοδηγός
  2. (επάγγελμα) οδηγός ή χειριστής κινούμενου μηχανήματος
    → δείτε και τη λέξη γερανοδηγός

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μηχανοδηγός
  • γαλλικά : machiniste (fr), conducteur (fr) de train (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μηχανοδηγός&oldid=5653973"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2023, στις 20:51

Γλώσσες

    • Na Vosa Vakaviti
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2023, στις 20:51.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie