Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρενοδηγός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τρενοδηγ
ός
οι
τρενοδηγ
οί
γενική
του
τρενοδηγ
ού
των
τρενοδηγ
ών
αιτιατική
τον
τρενοδηγ
ό
τους
τρενοδηγ
ούς
κλητική
τρενοδηγ
έ
τρενοδηγ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
καμπίνα
τρενοδηγού
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρενοδηγός
<
τρένο
+
οδηγός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρενοδηγός
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
)
μηχανοδηγός
τρένου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
τραινοδηγός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρενοδηγός