μηχάνημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μηχάνημα < αρχαία ελληνική μηχάνημα < μηχανάω / μηχανῶ < μηχανή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈxanima/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χά‐νη‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μηχάνημα ουδέτερο
- μηχανή ή συσκευή για τη διεκπεραίωση μιας εργασίας
Επεξεργασία
- μηχανηματάκι
- πολυμηχάνημα
- → δείτε τη λέξη μηχανή