μηχανικός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- μηχανικός < αρχαία ελληνική μηχανικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική machinal ή από την (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική mechanical[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μηχανικός, -ή, -ό
- που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται με μηχανή
- εκτός από τα ηλεκτρικά, νομίζω πως έχει και μηχανική βλάβη
- (μεταφορικά) που γίνεται αυτόματα, χωρίς σκέψη
- ≈ συνώνυμα: αυτόματος, ενστικτώδης
- για να μην παρεξηγηθώ, να διευκρινίσω ότι η κίνηση που έκανα ήταν εντελώς μηχανική
- (τεχνολογία) μηχανική συσκευή, που απαρτίζεται από μηχανικά μέρη
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- (τεχνολογία) μηχανικός δίσκος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- μηχανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αρχαία ελληνική μηχανικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική machiniste. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μηχανικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας με αντικείμενο είτε το σχεδιασμό και την επίβλεψη δομικών έργων, είτε θέματα που αφορούν μηχανές
- (σπάνιο) χειριστής μιας μηχανής
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επαγγελματίας σχεδιασμού έργων
Επεξεργασία
- ↑ «μηχανικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μηχανικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μηχανικός, -ή, -όν
- εφευρετικός, επινοητικός
- που έχει σχέση ή ανήκει σε μηχανή
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μηχανικός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μηχανικός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.