Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηχανικό ουδέτερο

  • στρατιωτικό σώμα υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την κατασκευή στρατιωτικών έργων και τη διατήρηση των γραμμών των στρατιωτικών μεταφορών και επικοινωνιών

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία