μηχανικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μηχανικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηχανικό ουδέτερο
- στρατιωτικό σώμα υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την κατασκευή στρατιωτικών έργων και τη διατήρηση των γραμμών των στρατιωτικών μεταφορών και επικοινωνιών