génie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- génie < ingénieur
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
génie | génies |
génie (fr) αρσενικό
- το σύνολο τεχνικών σχετικών με έναν τομέα, η τέχνη, η τεχνολογία
- génie atomique, η πυρηνική τεχνολογία
- génie civil, η οικοδομική τέχνη
- génie génétique, η γενετική τεχνολογία, η τεχνολογία που αφορά τους γόνους
- génie informatique, η τεχνολογία που σχετίζεται με την πληροφορική
- génie maritime, η ναυπηγική
- génie militaire, το σύνολο των τεχνικών που σχετίζονται με την οχύρωση