Ετυμολογία

επεξεργασία
génie < λατινική genius

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
génie génies

génie (fr) αρσενικό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
génie < λατινική ingenium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
génie génies

génie (fr) αρσενικό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
génie < ingénieur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
génie génies

génie (fr) αρσενικό

  1. génie atomique, η πυρηνική τεχνολογία
  2. génie civil, η οικοδομική τέχνη
  3. génie génétique, η γενετική τεχνολογία, η τεχνολογία που αφορά τους γόνους
  4. génie informatique, η τεχνολογία που σχετίζεται με την πληροφορική
  5. génie maritime, η ναυπηγική
  6. génie militaire, το σύνολο των τεχνικών που σχετίζονται με την οχύρωση

Συγγενικά

επεξεργασία