genius
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | genius |
συγκριτικός | more genius |
υπερθετικός | most genius |
genius (en)
- (ανεπίσημο) μεγαλοφυής, ιδιοφυής
- ⮡ a genius idea - μεγαλοφυής ιδέα
- ⮡ a genius artist - ιδιοφυής καλλιτέχνης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
genius | geniuses |
genius (en)
- (μη μετρήσιμο) η μεγαλοφυΐα, η ιδιοφυΐα, η ιδιότητα του μεγαλοφυούς ή ιδιοφυούς
- ⮡ military/political/artistic genius - στρατιωτική/πολιτική/καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα
- ⮡ the genius of Phidias - η μεγαλοφυΐα του Φειδία
- ⮡ a musician gifted with genius - μουσικός προικισμένος με ιδιοφυΐα
- η διάνοια, η μεγαλοφυΐα, η ιδιοφυΐα, η σπίθα, άνθρωπος με εξαιρετική ευφυΐα
- ⮡ The geniuses of our time.
- Οι διάνοιες της εποχής μας.
- ⮡ Einstein was a math genius.
- Ο Αϊνστάιν ήταν μεγαλοφυΐα στα μαθηματικά.
- ⮡ He is a math genius./He is a genius at math.
- Είναι ιδιοφυΐα στα μαθηματικά.
- ⮡ Your son’s a genius, I can’t hold my own with him.
- Σπίθα ο γιος σου, δεν τα βγάζω πέρα μαζί του.
- ⮡ The geniuses of our time.