Ουσιαστικό

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός genius
συγκριτικός more genius
υπερθετικός most genius

genius (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
genius geniuses

genius (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μεγαλοφυΐα, η ιδιοφυΐα, η ιδιότητα του μεγαλοφυούς ή ιδιοφυούς
    ⮡  military/political/artistic genius - στρατιωτική/πολιτική/καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα
    ⮡  the genius of Phidias - η μεγαλοφυΐα του Φειδία
    ⮡  a musician gifted with genius - μουσικός προικισμένος με ιδιοφυΐα
  2. η διάνοια, η μεγαλοφυΐα, η ιδιοφυΐα, η σπίθα, άνθρωπος με εξαιρετική ευφυΐα
    ⮡  The geniuses of our time.
    Οι διάνοιες της εποχής μας.
    ⮡  Einstein was a math genius.
    Ο Αϊνστάιν ήταν μεγαλοφυΐα στα μαθηματικά.
    ⮡  He is a math genius./He is a genius at math.
    Είναι ιδιοφυΐα στα μαθηματικά.
    ⮡  Your son’s a genius, I can’t hold my own with him.
    Σπίθα ο γιος σου, δεν τα βγάζω πέρα μαζί του.