μεγαλοφυΐα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγαλοφυΐα < (ελληνιστική κοινή) < μεγαλοφυής + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλοφυΐα θηλυκό
- η ιδιότητα του μεγαλοφυούς
- ο πολύ έξυπνος, ο μεγαλοφυής άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεγαλοφυής, μέγας και φύω