genio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | genio | genioj |
αιτιατική | genion | geniojn |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
genio | genii |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- genio < αρχαία ελληνική γένειον, το λατινικό όνομα της θεότητας Genius, το γαλλικό génie
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
genio (es)