ιδιοφυΐα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιδιοφυΐα < αρχαία ελληνική ἰδιοφυΐα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ði.o.fiˈi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιδιοφυΐα θηλυκό
- το χαρακτηριστικό του ιδιοφυούς, η μεγάλη ευφυΐα, εξυπνάδα
- (συνεκδοχικά) ο ιδιοφυής άνθρωπος
- αυτό το παιδί είναι ιδιοφυΐα στα μαθηματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδιοφυΐα
|